- ενταλτήριος
- -α, -ο (Μ ἐνταλτήριος, -ον)1. (για έγγραφα) αυτός με τον οποίο δίδεται εντολή («ενταλτήρια επιστολή», «ενταλτήριο γράμμα»)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνταλτήριοντο έγγραφο με το οποίο ο επίσκοπος παραχωρεί σε ιερέα την άδεια να εξομολογεί.
Dictionary of Greek. 2013.